Ελληνικά

Κατευθυντήριες αρχές της ψυχαναλυτικής πράξης

Απόδοση στα ελληνικά: Βλάσης Σκολίδης

Στο Συνέδριο της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχανάλυσης (Π.Ε.Ψ.) στην Κομαντατούμπα της Βραζιλίας το 2004, η Γενική Επίτροπος παρουσίασε στη Γενική Συνέλευση μια «Διακήρυξη αρχών». Η «Διακήρυξη» μελετήθηκε κατόπιν προσεκτικά στις διάφορες Σχολές της Π.Ε.Ψ. Το Συμβούλιο κάθε Σχολής παρέδωσε τα αποτελέσματα της μελέτης του, με παρατηρήσεις και επισημάνσεις. Το τελικό κείμενο εγκρίθηκε από τη Γενική Συνέλευση του Συνεδρίου της Ρώμης (Ιούλιος 2006) με τίτλο «Κατευθυντήριες αρχές της ψυχαναλυτικής πράξης».

ΑΡΧΗ ΠΡΩΤΗ: Η ψυχανάλυση είναι μια πρακτική της ομιλίας. Οι δύο εταίροι είναι ο ψυχαναλυτής και ο ψυχαναλυόμενος, παρόντες από κοινού στην ίδια ψυχαναλυτική συνεδρία. Ο αναλυόμενος μιλάει για όσα τον απασχολούν, την οδύνη του, το σύμπτωμά του. Αυτό το σύμπτωμα αρθρώνεται με την υλικότητα του ασυνειδήτου, στοιχειοθετείται από πράγματα που ειπώθηκαν στο υποκείμενο, που το πόνεσαν, και από πράγματα που είναι αδύνατον να ειπωθούν και που το κάνουν να υποφέρει. Ο αναλυτής επιτονίζει τα λεγόμενα του αναλυομένου και του επιτρέπει να υφάνει το πλέγμα του ασυνειδήτου του. Οι δυνατότητες της γλώσσας και τα επιτελέσματα αλήθειας που η γλώσσα επιτρέπει, τα οποία ονομάζονται ερμηνεία, συνιστούν την καθαυτό εξουσία του ασυνειδήτου. Η ερμηνεία εκδηλώνεται τόσο από την πλευρά του αναλυομένου όσο και από την πλευρά του αναλυτή. Εντούτοις, ο ένας και ο άλλος δεν έχουν την ίδια σχέση με το εν λόγω ασυνείδητο, διότι ο ένας έχει ήδη πραγματοποιήσει την ψυχαναλυτική εμπειρία και ο άλλος όχι.

ΑΡΧΗ ΔΕΥΤΕΡΗ: Η ψυχαναλυτική συνεδρία είναι ένας τόπος όπου μπορούν να χαλαρώσουν οι σταθερότερες ταυτίσεις στις οποίες είναι καθηλωμένο το υποκείμενο. Ο ψυχαναλυτής επιτρέπει μια αποστασιοποίηση από τις συνήθειες, τα πρότυπα, τους κανόνες στους οποίους υπόκειται εκτός της συνεδρίας ο αναλυόμενος. Επιτρέπει μια ριζοσπαστική διερώτηση για τα θεμέλια της ταυτότητας του καθενός. Ενδέχεται να μετριάσει τη ριζοσπαστικότητα αυτής της διερώτησης λαμβάνοντας υπόψη την κλινική ιδιαιτερότητα του υποκειμένου που απευθύνεται σε αυτόν. Δεν λαμβάνει υπόψη τίποτε άλλο. Αυτό ακριβώς ορίζει την ιδιαιτερότητα της θέσης του ψυχαναλυτή, εκείνου ο οποίος στηρίζει τη διερώτηση, το άνοιγμα, το αίνιγμα στο υποκείμενο που έρχεται να τον συναντήσει. Ο ψυχαναλυτής, συνεπώς, δεν ταυτίζεται με κανέναν από τους ρόλους που θέλει να τον κάνει να παίξει ο συνομιλητής του, και με κανένα αξίωμα ή ιδανικό προϋπάρχον στον πολιτισμό. Υπό μία έννοια, ο ψυχαναλυτής είναι εκείνος ο οποίος δεν τίθεται σε καμία άλλη θέση πέρα από τη θέση του ερωτήματος της επιθυμίας.

ΑΡΧΗ ΤΡΙΤΗ: Ο ψυχαναλυόμενος απευθύνεται στον ψυχαναλυτή. Του αποδίδει συναισθήματα, πεποιθήσεις, προσδοκίες, αντιδρώντας σε ό,τι λέει, και θέλει να επιδράσει στις πεποιθήσεις και τις προσδοκίες που εικάζει. Κατά τις ανταλλαγές μεταξύ αναλυομένου και αναλυτή δεν διακυβεύεται μονάχα η αποκρυπτογράφηση του νοήματος. Υπάρχει η στόχευση εκείνου που μιλάει. Το ζητούμενο είναι να ανακτήσει κάτι το χαμένο από αυτόν τον συνομιλητή. Τούτη η ανάκτηση αντικειμένου συνιστά το κλειδί του φροϊδικού μύθου της ενόρμησης. Είναι το θεμέλιο της μεταβίβασης, η οποία δένει τους δύο εταίρους. Η φράση του Λακάν, ότι το υποκείμενο δέχεται το μήνυμά του από τον Άλλο με ανεστραμμένη μορφή, εμπεριέχει και την αποκρυπτογράφηση και τη βούληση για δράση επάνω σ’ εκείνον στον οποίο απευθύνεσαι. Εντέλει, όταν ο αναλυόμενος μιλάει, θέλει, πέρα από το νόημα αυτού που λέει, να αγγίξει στον Άλλο τον εταίρο των προσδοκιών, πεποιθήσεων και επιθυμιών του. Στοχεύει τον εταίρο της φαντασίωσής του. Ο ψυχαναλυτής το λαμβάνει υπόψη του, αντλώντας από την εμπειρία που έχει για τη φύση της δικής του φαντασίωσης. Προσέχει ώστε να μη δρα εν ονόματι της τελευταίας.

ΑΡΧΗ ΤΕΤΑΡΤΗ: Ο δεσμός της μεταβίβασης προϋποθέτει έναν τόπο, τον «τόπο του Άλλου» όπως λέει ο Λακάν, ο οποίος δεν ρυθμίζεται από κανέναν επιμέρους άλλον. Είναι ο τόπος όπου το ασυνείδητο μπορεί να εκδηλωθεί με τη μέγιστη ελευθερία τού λέγειν και άρα να δοκιμάσει τις χίμαιρες και τις δυσχέρειες. Είναι επίσης ο τόπος όπου οι μορφές του εταίρου της φαντασίωσης μπορούν να εκδιπλωθούν μέσα από τα πολυπλοκότατα κατοπτρικά τους παιχνίδια. Γι’ αυτό ακριβώς η ψυχαναλυτική συνεδρία δεν αντέχει τον τρίτο και το εξωτερικό του βλέμμα στην ίδια την ενεχόμενη διαδικασία. Ο τρίτος συρρικνώνεται σε αυτόν τον τόπο του Άλλου.

Η αρχή αυτή αποκλείει συνεπώς την παρέμβαση των αυταρχικών τρίτων που θέλουν να ορίζουν μια θέση στον καθένα κι έναν προδιαγεγραμμένο στόχο στην ψυχαναλυτική θεραπεία. Ο αξιολογητής τρίτος εγγράφεται στη σειρά των διαφόρων τρίτων, που με την εξουσία τους τον επικυρώνουν παραμένοντας έξω από όσα διακυβεύονται ανάμεσα στον αναλυόμενο, τον αναλυτή και το ασυνείδητο.

ΑΡΧΗ ΠΕΜΠΤΗ: Δεν υπάρχει προτυποποιημένη θεραπεία, ούτε γενικό πρωτόκολλο που θα ρύθμιζε τη συνεδρία και την ψυχαναλυτική θεραπεία. Ο Φρόιντ χρησιμοποίησε μεταφορικά την παρομοίωση με το σκάκι για να υποδείξει ότι υφίστανται απλώς και μόνο κανόνες ή τυπικές κινήσεις για την αρχή ή για το τέλος της παρτίδας. Βέβαια, από την εποχή του Φρόιντ, οι αλγόριθμοι τυποποίησης των σκακιστικών παιχνιδιών είδαν την ισχύ τους να αυξάνεται και, σε συνδυασμό με την υπολογιστική ικανότητα του ηλεκτρονικού υπολογιστή επιτρέπουν σε μια μηχανή να νικήσει τον άνθρωπο συμπαίκτη. Τούτο δεν αλλάζει το γεγονός ότι, σε αντίθεση προς το σκάκι, η ψυχανάλυση δεν γίνεται να λάβει αλγοριθμική μορφή. Αυτό ακριβώς βλέπουμε να συμβαίνει με τον Φρόιντ, ο οποίος μετέδωσε την ψυχανάλυση με τη βοήθεια επιμέρους κλινικών περιπτώσεων: τον Άνθρωπο με τα ποντίκια, τη Ντόρα, τον μικρό Χανς κτλ. Ύστερα από τον Άνθρωπο με τους λύκους η αφήγηση θεραπείας περιήλθε σε κρίση. Ο Φρόιντ αδυνατούσε πλέον να συμπεριλάβει στην ενότητα μιας αφήγησης την πολυπλοκότητα των ενεχόμενων διεργασιών. Η εμπειρία της ψυχανάλυσης απέχει παρασάγγας από κάθε συρρίκνωση σε τεχνικό πρωτόκολλο και δεν διαθέτει παρά μία κανονικότητα: την πρωτοτυπία του σεναρίου με το οποίο εκδηλώνεται η υποκειμενική μοναδικότητα. Άρα, η ψυχανάλυση δεν είναι μια τεχνική αλλά ένας λόγος, ο οποίος ενθαρρύνει τον καθένα να παραγάγει τη μοναδικότητά του, την εξαίρεση που αποτελεί.

ΑΡΧΗ ΕΚΤΗ: Η διάρκεια της θεραπείας και η διεξαγωγή των συνεδριών δεν γίνεται να προτυποποιηθούν. Οι θεραπείες που έκανε ο Φρόιντ είχαν εξαιρετικά ποικίλη διάρκεια. Υπήρξαν θεραπείες της μίας συνεδρίας, όπως η ψυχανάλυση του Γκούσταφ Μάλερ. Υπήρξαν επίσης θεραπείες τεσσάρων μηνών όπως του μικρού Χανς, ενός έτους όπως του Ανθρώπου με τα ποντίκια, πολλών ετών όπως του Ανθρώπου με τους λύκους. Έκτοτε, οι αποκλίσεις και οι διαφοροποιήσεις δεν έπαψαν να αυξάνονται. Επιπλέον, η εφαρμογή της ψυχανάλυσης έξω από τον χώρο του γραφείου, στα κέντρα παροχής υγειονομικών υπηρεσιών, συνέβαλε στην ποικιλομορφία της εκάστοτε διάρκειας της ψυχαναλυτικής θεραπείας. Η ποικιλομορφία των κλινικών περιπτώσεων και των ηλικιών στις οποίες εφαρμόστηκε η ψυχανάλυση επιτρέπει να θεωρήσουμε ότι η διάρκεια της θεραπείας ορίζεται σήμερα καλύτερα ως «θεραπεία στα μέτρα της κάθε περίπτωσης». Μια θεραπεία συνεχίζεται έως ότου ο αναλυόμενος να είναι επαρκώς ικανοποιημένος ως προς τα αρχικά του κίνητρα ώστε να εγκαταλείψει τον αναλυτή. Η στόχευση δεν αφορά την εφαρμογή ενός προτύπου, αλλά μια συμφωνία του υποκειμένου με τον εαυτό του.

ΑΡΧΗ ΕΒΔΟΜΗ: Η ψυχανάλυση δεν γίνεται να προσδιορίσει τη στόχευσή της και το τέλος της με όρους προσαρμογής της μοναδικότητας του υποκειμένου σε μοντέλα, σε κανόνες, σε προτυποποιημένους ορισμούς της πραγματικότητας. Αυτό που ανακάλυψε η ψυχανάλυση είναι καταρχάς η ανικανότητα του υποκειμένου να φτάσει σε πλήρη σεξουαλική ικανοποίηση. Την ανικανότητα αυτή δηλώνει ο όρος ευνουχισμός. Περαιτέρω, η ψυχανάλυση διατύπωσε, με τον Λακάν, την αδυναμία να υπάρξει πρότυπο της σχέσης των φύλων. Εάν δεν υπάρχει πλήρης ικανοποίηση και εάν δεν υπάρχει πρότυπο, απομένει στον καθένα να επινοήσει μια επιμέρους λύση, που στηρίζεται στο σύμπτωμά του. Η λύση του καθενός μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο τυπική, λιγότερο ή περισσότερο βασιζόμενη στην παράδοση και τους κοινούς κανόνες. Ενδέχεται αντίθετα να παραπέμπει σε ρήξη ή σε κάποιου είδους λαθροβίωση. Εξακολουθεί να ισχύει, πάντως, ότι κατά βάθος η σχέση μεταξύ των φύλων δεν έχει λύση που να ισχύει «για όλους». Με αυτή την έννοια, εξακολουθεί να φέρει τη σφραγίδα του ανιάτου, και πάντοτε θα υπάρχει ελάττωμα. Το φύλο, στο ομιλούν ον, παραπέμπει στο «μη όλον».

ΑΡΧΗ ΟΓΔΟΗ: Η εκπαίδευση του ψυχαναλυτή δεν γίνεται να περιοριστεί στα πρότυπα της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης ή στις αξιολογήσεις των κεκτημένων της πρακτικής. Η ψυχαναλυτική εκπαίδευση, από τότε που μορφοποιήθηκε ως λόγος, έχει τριπλή έδραση: τα (παρα-πανεπιστημιακά) σεμινάρια θεωρητικής κατάρτισης, τη συνέχιση από τον υποψήφιο ψυχαναλυτή μιας ψυχανάλυσης έως το ύστατο σημείο (οπότε ενέχει εκπαιδευτικό αποτέλεσμα) και την πραγματιστική μετάδοση της πρακτικής στις εποπτείες (συνομιλία συναδέλφων για την πρακτική). Ο Φρόιντ πίστεψε κάποια στιγμή ότι ήταν εφικτό να προσδιοριστεί μια ταυτότητα του ψυχαναλυτή. Η ίδια η επιτυχία της ψυχανάλυσης, η διεθνοποίησή της, οι πολλές διαδοχικές γενεές ψυχαναλυτών εδώ κι έναν αιώνα, έδειξαν ότι ο ορισμός μιας ταυτότητας του ψυχαναλυτή αποτελούσε αυταπάτη. Ο ορισμός του ψυχαναλυτή εμπερικλείει την ποικιλομορφία αυτής της ταυτότητας· είναι αυτή ακριβώς η ποικιλομορφία. Ο ορισμός του ψυχαναλυτή δεν αποτελεί ιδανικό, αλλά εμπερικλείει την ιστορία της ίδιας της ψυχανάλυσης, και αυτού που ονομάστηκε ψυχανάλυση σε διαφορετικά ρηματικά πλαίσια.

Η επονομασία «ψυχαναλυτής» εμπερικλείει αντιφατικές συνιστώσες. Απαιτείται μια ακαδημαϊκή κατάρτιση, πανεπιστημιακού χαρακτήρα ή κάτι ισοδυνάμου, που να παραπέμπει στους γενικούς τίτλους σπουδών.  Απαιτείται μια κλινική εμπειρία που τα επιμέρους χαρακτηριστικά της μεταδίδονται κάτω από την εποπτεία συναδέλφων. Απαιτείται η ριζικά μοναδική εμπειρία της θεραπείας. Το γενικό, το επιμέρους, το μοναδικό είναι επίπεδα ετερογενή. Η ιστορία του ψυχαναλυτικού κινήματος είναι η ιστορία των διχογνωμιών και των ερμηνειών αυτής της ετερογένειας. Συμπεριλαμβάνεται, και αυτή, στη μεγάλη Συνομιλία της ψυχανάλυσης που επιτρέπει να πούμε ποιος είναι ψυχαναλυτής. Τούτος ο λόγος συντελείται με διάφορες διαδικασίες στις κοινότητες που απαρτίζουν οι ψυχαναλυτικοί θεσμοί. Με αυτή την έννοια, ο ψυχαναλυτής δεν είναι μόνος· εξαρτάται, όπως το ευφυολόγημα, από έναν Άλλο που τον αναγνωρίζει. Αυτός ο Άλλος δεν γίνεται να συρρικνωθεί σ’ έναν κανονικοποιημένο, αυταρχικό, νομορυθμιστικό, προτυποποιημένο Άλλον. Ο ψυχαναλυτής είναι εκείνος που δηλώνει πως έχει αποκομίσει από την ψυχαναλυτική εμπειρία ό,τι μπορούσε να περιμένει και άρα πως έχει υπερβεί ένα «πέρασμα», μια passe, όπως την ονόμασε ο Λακάν. Ο ψυχαναλυτής καταθέτει τα αδιέξοδα που υπερέβη. Ο διάλογος με τον οποίο επιδιώκει να αποκομίσει μια συμφωνία γύρω από την υπέρβαση αυτή, διεξάγεται στο πλαίσιο θεσμικών διαδικασιών. Ακόμη βαθύτερα, εγγράφεται στη μεγάλη Συνομιλία της ψυχανάλυσης με τον πολιτισμό. Ο ψυχαναλυτής δεν είναι αυτιστικός. Δεν παύει να απευθύνεται σε έναν καλοπροαίρετο συνομιλητή, την πεφωτισμένη κοινή γνώμη, την οποία επιθυμεί να συγκινήσει και να αγγίξει προς όφελος της ψυχαναλυτικής υπόθεσης.

(Εκ μέρους της Παγκόσμιας Εταιρείας Ψυχανάλυσης)

 
Εγγραφείτε για να ενημερώνεστε για τις δραστηριότητές μας
|
Βρείτε μας στο facebook
|
Ρεθύμνου 5 - 10682 - Αθήνα
|
+30 210 7226 520
|
ΚΕΝΤΡΟ ΨΥΧΑΝΑΛΥΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
|
|
|

Αναζήτηση